- ῥυσοχίτων
- ῥῡσο-χίτων [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,A with shrivelled coat or skin,
κόκκος Orph.L.721
(prob. for χρυς-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόκκος Orph.L.721
(prob. for χρυς-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χρυσο χίτων] … Dictionary of Greek
ῥυσοχίτωνα — ῥυσοχίτων with shrivelled coat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek